Το κείμενο αυτό, θα μπορούσε να δημοσιοποιηθεί αρκετές ημέρες πριν. Ο υπογράφων, όμως, απεφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να περιμένει, ώστε τα όσα αναφέρει να έχουν την επικύρωση από τα πεπραγμένα των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων μας.
Η αναμονή, τελικά, άξιζε τον κόπο. Και αυτό γιατί οι Έλληνες βουλευτές, μετά το πέρας των ψηφοφοριών, τόσο του γνωστού «Μνημονίου 3», όσο και του κρατικού προϋπολογισμού του 2013, απέδειξαν, για άλλη μια φορά, κάτι παγκοίνως γνωστό: ότι είναι πολύ «λίγοι» για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Πρόβατα, χωρίς ίχνος προσωπικής αξιοπρέπειας και αίσθηση ατομικής ευθύνης, απλώς ψήφισαν ό,τι τους επέβαλλε η «κομματική πειθαρχία». Αδιαφορώντας για τον «υπέροχο και αγέρωχο» λαό, που με υπερηφάνεια υπηρετούν, υποβαλλόμενοι σε προσωπικές θυσίες, προκειμένου να στηρίξουν και να προωθήσουν τα συμφέροντά του, έθεσαν άκριτα εαυτόν στις βουλές της κομματικής τους ηγεσίας. Ενεργώντας, δηλαδή, παντελώς αντίθετα προς τις επιταγές του εξαιρετικού μας συντάγματος, που απαιτεί από τους βουλευτές να ενεργούν αυτοβούλως, προασπιζόμενοι τα συμφέροντα του τόπου, πέραν μικρόνοων αντιλήψεων.
Υπήρξαν και κάποιοι λίγοι που αντιτάχθηκαν, αφού πρώτα και επί σειρά ετών, έδωσαν «λευκή επιταγή» στους «καταλληλότερους», που ακολουθούσαν αγελαία. Πολύ καθυστερημένα, όμως, αντέδρασαν. Και προφανώς για τα μάτια του κόσμου. Γνωρίζοντας το τέλος της πολιτικής τους καριέρας, προτίμησαν μια δήθεν ηρωική έξοδο, που επί της ουσίας δεν έχει καμία αξία. Και ακόμα πιο δημοκρατικά, τα κόμματά τους, όλα ευαγγελιζόμενα την ελευθερία λόγου και σκέψης των μελών τους και διαπρύσιοι κήρυκες της ανεξαρτησίας των «υπηκόων» τους, τους διέγραψαν με συνοπτικές διαδικασίες. Δε χρειάζεται να αποδείξουμε εμείς, το πόσο αντιφατικά είναι τα κόμματα, το πόσο αντιδημοκρατικά και αντισυνταγματικά λειτουργούν έναντι των εκάστοτε «ανταρτών», που τολμούν, σχεδόν πάντα ανούσια και αναποτελεσματικά, μια παρέκκλιση από την προκαθορισμένη κομματική γραμμή.
Η ολοκλήρωση της (αυτο)γελοιοποίησής και (αυτο)ταπείνωσής τους επέρχεται μετά το πέρας των ψηφοφοριών. Αγωνιζόμενοι να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, περιφέρουν το άνοον σαρκίο τους από κανάλι σε κανάλι, απολογούμενοι προς τον «σκληρά δοκιμαζόμενο λαό», που για χάρη της σωτηρίας του τον θέτουν σε ακόμα σκληρότερες δοκιμασίες. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι την απόλυτη απαξίωση και διασυρμό τους, μιας και αποδεικνύονται αδιάβαστοι, ανιστόρητοι, εθισμένοι στην εξουσία και υποτακτικοί των κομματικών τους ποδηγετών. Αρκεί το αντάλλαγμα της υπόσχεσης της συνεχούς παρουσίας στην πολιτική σκηνή και δίνουν, αμαχητί, ψυχή τε και σώματι.
Για να μη θεωρηθεί ότι αυτά γίνονται μόνο από τους συγκυβερνώντες αστέρες της πολιτικής διανόησης, τα ίδια και χειρότερα πράττουν και οι αντιπολιτευόμενοι. Απλώς κραυγάζουν την άρνησή τους στα προαποφασισμένα των κυβερνώντων, αρθρώνοντας έναν κούφιο και ξεπερασμένο πολιτικό λόγο, χωρίς ίχνος δομημένης και παιδευμένης επιχειρηματολογίας. Διόλου αιφνιδιαστική, ως εκ τούτου, η ακούσια εξομολόγηση κάποιων στελεχών των «όχι σε όλα», ακόμα και αν τους προτείνονται λύσεις που συμπίπτουν με τις είναι ιδεολογικές και πολιτικές αρχές τους, ότι δεν επιθυμούν την εξουσία αλλά μόνο το δικαίωμα άσκησης κριτικής, μονίμως στείρας και επιθετικής.
Και αναρωτιέται ο απλός πολίτης: έχει νόημα αυτή η «δημοκρατία»; Έχει νόημα η εκλογή αντιπροσώπων, αφού, τελικά, γίνεται ό,τι αποφασίσουν οι ηγέτες των κομματικών σχηματισμών; Γιατί να εκλέγουμε τριακόσια παλληκαράκια, όταν επτά, άντε οκτώ, αρκούν; Προς τι ο προεκλογικός ορυμαγδός και η κατασπατάληση του ελλείποντος δημοσίου χρήματος; Έχει νόημα αυτή η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έτσι όπως την κατέλυσαν οι ίδιοι οι υπηρέτες της; Έχει νόημα να συνεχίζεται αυτή η παράσταση του παραλόγου, όπου η απόσταση μεταξύ προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων είναι χαοτική;
Εμείς, στο Κόμμα Πειρατών Ελλάδας, και όχι μόνο εμείς, πιστεύουμε ότι ήρθε ο χρόνος για μια πραγματική αλλαγή στον τρόπο που κυβερνάται ο τόπος. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έτσι όπως εφαρμόζεται επί δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα καθεύδει επιταχυνόμενα προς την ένταξή της στα παρελθόντα πολιτικά συστήματα. Δε χρειάζεται αλλαγή πολιτεύματος, αλλά αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης και εφαρμογής των λόγων. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνον αν οι πολίτες ξεφύγουν από τον άχαρο και παθητικό ρόλο του ανά τετραετία χειροκροτητή της πολιτικής αριστοκρατίας, μετατρεπόμενοι σε ενεργητικούς παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού. Με διαρκή ενημέρωση, διάφανη και πλήρη, με δικαίωμα ελέγχου και υποβολής προτάσεων, με συνεχή συμμετοχή.
Το μοντέλο της άμεσης δημοκρατίας, όπου οι εκπρόσωποι των πολιτών θα κινούνται ως «μεταφορείς» της βούλησης αυτών, διαρκώς ελεγχόμενοι για την ποιότητα και τη συνέπεια της δράσης τους, είναι το μόνο που μπορεί να δώσει διέξοδο από την ασφυκτική «δικτατορία» των υπερφίαλων και αποκομμένων από την καθημερινότητα κομματικών ηγεσιών. Ένα μοντέλο διαχείρισης της εξουσίας, όπου ο πολιτικός διαρκώς εκθέτει τον εαυτό του στην κριτική, συμβουλευόμενος για κάθε τι τη «βάση». Ένα μοντέλο διαφάνειας, όπου όλες δυνατές λύσεις θα εκτίθενται προς κρίση και επιλογή από τους πολίτες. Ένα μοντέλο, όπου ο πολιτικός δεν θα μπορεί να είναι άκρατος υποσχεσιολόγος, απευθυνόμενος στα ποταπότερα των κινήτρων των ψηφοφόρων. Όπου η ασυνέπεια θα τιμωρείται άμεσα, χωρίς ύποπτες και προκλητικές παραγραφές. Ένα μοντέλο, όπου η παιδεία του πολίτη θα είναι η κύρια επιμέλεια της κεντρικής εξουσίας. Γιατί ένας πεπαιδευμένος πολίτης δεν παρασύρεται εύκολα από τυχοδιώκτες και φαύλους πολιτικούς.
Βέβαια, ένα τέτοιο μοντέλο άμεσης δημοκρατίας, θα πρέπει πρώτα να το θελήσουν οι ίδιοι οι πολίτες. Ιδού η απορία…
*Ο Μιχάλης Πετρόπουλος είναι αιρετό μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Κόμματος Πειρατών Ελλάδας.
Πηγή:
http://pekp.gr/?p=31115